Η μακεδονική διάλεκτος διέθετε εξαρχής ελληνικό χαρακτήρα όπως αποδεικνύουν πολλά γλωσσικά στοιχεία της: (α) τροπή των ινδοευρωπαϊκών ηχηρών δασέων σε άηχα δασέα με ανομοίωση κατόπιν του πρώτου, όπως και στην υπόλοιπη ελληνική, μολονότι το δεύτερο αργότερα γίνεται ηχηρό μόνο στη μακεδονική (π.χ. κεβ(α)λά αντί για αττικό κεφαλή, όμως όχι *γεβαλά ή γαβαλά) (β) η συγγένεια της μακεδονικής (και) με τη διάλεκτο της γειτονικής Ηπείρου, αλλά όχι με αυτή των ιωνικών αποικιών των δικών της παραλίων, γεγονός που θα μπορούσε να αποδοθεί σε μεταγενέστερη γλωσσική επίδραση. Επίσης, η μακεδονική όπως και η (υπόλοιπη) ελληνική, ανήκουν στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες centum ενώ οι υπόλοιπες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες των Βαλκανίων (ιλλυρική, θρακική) ήταν κατά βάση γλώσσες satəm ("συρίζουσες"). Συνεπώς, η μακεδονική δεν μπορεί να θεωρηθεί ξεχωριστή γλώσσα, αλλά απλώς διάλεκτος της αρχαίας ελληνικής παρά τις όποιες γλωσσικές διαφορές τους. Παρομοίως κάποιες αντιφατικές αναφορές των αρχαίων συγγραφέων ως προς τον (μη) ελληνικό χαρακτήρα της αρχαίας μακεδονικής μπορούν να ερμηνευθούν ποικιλοτρόπως, ειδικά σε ό,τι αφορά τα κίνητρά τους.
Αθηνά 11
Ανάτυπο, 1899 (Αθήνα:Τυπογραφείο Αφών Περρή). Και στο Γλωσσολογικαί Μελέται Ι, 32-114 (με κάποιες τροποποιήσεις και μαζί με το άρθρο που είχε δημοσιευθεί στην Αθηνά 8), 1901.