Το πρώτο στάδιο της επιγραφικής μελέτης είναι ο εντοπισμός και η αυτοψία του ενεπίγραφου αντικειμένου. Η εξέταση της ίδιας της επιγραφής και όχι μόνο η μελέτη της από φωτογραφίες ή έκτυπα είναι απαραίτητη για τη δημοσίευση ή την επανέκδοσή της και ο μελετητής πρέπει να δει το ενεπίγραφο αντικείμενο περισσότερες από μία φορές, καθώς προχωρά η έρευνά του και ανακύπτουν νέοι προβληματισμοί.
Το αντικείμενο της επιγραφικής δεν βρίσκεται στις βιβλιοθήκες, όπως συμβαίνει με τα φιλολογικά κείμενα και τους παπύρους. Η έρευνα στη βιβλιοθήκη αρχικά έχει σκοπό τη συγκέντρωση των προηγούμενων εκδόσεων, αν η επιγραφή είναι δημοσιευμένη, ώστε να διαπιστωθεί αν υπάρχουν φωτογραφίες (σε παλαιότερες εκδόσεις είναι σπάνιες και όχι τόσο καλής ποιότητας), σχέδια και έκτυπα και να αναζητηθούν πληροφορίες για τον χώρο φύλαξης της επιγραφής. Όμως, οι επιγραφές ορισμένες φορές δεν βρίσκονται στην αναφερόμενη από την έκδοση αρχική θέση. Καθώς η περίοδος από τα τέλη του 19ου και μέχρι τα μέσα περίπου του 20ού αιώνα υπήρξε μια ταραγμένη εποχή για το ελληνικό κράτος αλλά και για τα μουσεία και τις αρχαιολογικές υπηρεσίες που πάντα ήταν υποστελεχωμένες και όχι τόσο οργανωμένες, πολλές από τις επιγραφές έχουν αποδεδειγμένα καταστραφεί ή δεν είναι δυνατόν πλέον να εντοπιστούν για διάφορους λόγους, ακόμα και γιατί ίσως έχουν μετακινηθεί σε κάποιο άλλο σημείο φύλαξης.
Αν η επιγραφή είναι αδημοσίευτη, ο μελετητής αναζητά τον τόπο φύλαξης είτε από το Αρχαιολογικό Δελτίο, όπου πιθανότατα αναφέρεται ως εύρημα, είτε από τον αρμόδιο για το υλικό αρχαιολόγο του μουσείου ή της εφορείας αρχαιοτήτων. Ο επιγραφικός που θέλει να καταγράψει όλες τις επιγραφές μιας περιοχής, μετά την παραπάνω βιβλιογραφική μελέτη, πρέπει να ερευνήσει τόσο τις οικιστικές όσο και τις υπαίθριες ζώνες της περιοχής αυτής, με στόχο να εντοπίσει νέες, μη καταγεγραμμένες επιγραφές ή επιγραφές οι οποίες αναφέρονται σε παλαιότερες εκδόσεις αλλά σήμερα δεν μπορούν να εντοπιστούν. Η έρευνα αυτή απαιτεί αρκετό χρόνο, καθώς οι επιγραφές μπορεί να βρίσκονται οπουδήποτε, εντοιχισμένες συχνά σε κτίρια μέσα σε πόλεις ή χωριά, σε ορεινά εξωκκλήσια, σε τείχη και σύγχρονα τοιχία, σε αρχαιολογικούς χώρους. Πολλές από αυτές, επειδή ήταν χαραγμένες σε κατεργασμένους λίθους, επαναχρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό και συχνά η γοητεία που ασκούσε η περίεργη γραφή ή άλλοι λόγοι (όπως συμβαίνει για παράδειγμα στους εντοιχισμούς αρχαίων επιγραφών σε χριστιανικές εκκλησίες) παρακινούσαν τους τεχνίτες να αφήνουν ορατή την ενεπίγραφη επιφάνεια. Επιπλέον, στον μεγάλο αριθμό επιγραφικού υλικού που υπάρχει στις αποθήκες των μουσείων και των κατά τόπους εφορειών αρχαιοτήτων και παραμένει ακατάγραφος ή όχι συστηματικά καταγεγραμμένος και επομένως όχι εύκολα προσβάσιμος, προστίθενται συνεχώς νέα επιγραφικά ευρήματα από ανασκαφές ή παραδόσεις. Συνεπώς, η συγκέντρωση του επιγραφικού υλικού, απαραίτητη αλλά συχνά κοπιώδης και μακροχρόνια διαδικασία, προηγείται της έκδοσης, ειδικά αν πρόκειται για έκδοση συντάγματος επιγραφών που καλύπτει μια θεματική ενότητα ή μια γεωγραφική περιοχή.
Σε κάθε επιγραφή, η οποία έχει καταγραφεί από τον αρχαιολόγο κατά τη διάρκεια της ανασκαφής ή έπειτα από την παράδοσή της από ιδιώτη σε κάποιο μουσείο ή εφορεία αρχαιοτήτων, δίνεται ένας αριθμός ευρετηρίου. Στη συνέχεια, η επιγραφή καταγράφεται ως χωριστό εύρημα στο ημερολόγιο του ανασκαφέα, φυλάσσεται στο μουσείο ή στις αποθήκες της εφορείας αρχαιοτήτων και με αυτόν τον αριθμό μπορεί να αναζητηθεί και να εντοπιστεί. Συνήθως, οι επιγραφές, ανάλογα πάντα με τα ειδικά ενδιαφέροντα του αρχαιολόγου και την υποκειμενική του ματιά, αναφέρονται στο Αρχαιολογικό Δελτίο ανάμεσα στα ευρήματα με τις στοιχειώδεις πληροφορίες σχετικά με τον φορέα, το είδος, το περιεχόμενο και μία κατά προσέγγιση χρονολόγησή τους. Από το Αρχαιολογικό Δελτίο μπορεί ο μελετητής να εντοπίσει τα νέα ή παλαιότερα επιγραφικά ευρήματα και να πληροφορηθεί για τον τόπο φύλαξής τους. Στο Αρχαιολογικό Δελτίο όμως δεν ανακοινώνονται όλες οι επιγραφές αλλά ένα δείγμα, συνήθως προϊόν επιλογής με βάση την κρίση του ανασκαφέα για τη σπουδαιότητα του ευρήματος, ή αναφέρονται, γενικά, ενεπίγραφα αντικείμενα χωρίς περισσότερες πληροφορίες. Αυτό σημαίνει ότι μόνον από το Αρχαιολογικό Δελτίο δεν μπορεί να σχηματιστεί πλήρης εικόνα για τα επιγραφικά ευρήματα μιας συγκεκριμένης περιοχής και μόνο με τη συνεργασία με τους αρχαιολόγους υπεύθυνους της περιοχής μπορεί ο μελετητής να διαμορφώσει μια εικόνα για το επιγραφικό υλικό. Αυτή η σημαντική παράμετρος πρέπει να συνυπολογίζεται πάντα στην έκδοση επιγραφών, ιδιαίτερα όταν τα συμπεράσματα αφορούν επιγραφικές συνήθειες και μοναδικά ευρήματα.
Σε δεύτερο στάδιο, ο μελετητής επισκέπτεται τα μουσεία και την εφορεία αρχαιοτήτων για τον εντοπισμό των ενεπίγραφων αντικειμένων στους χώρους φύλαξης και την αποδελτίωση του καταγεγραμμένου επιγραφικού υλικού, με σκοπό τη σύνταξη καταλόγου επιγραφών. Η πρόσβαση σε δημοσιευμένες ή αδημοσίευτες επιγραφές απαιτεί ειδική άδεια από το μουσείο ή την εφορεία Αρχαιοτήτων, όπου αυτές φυλάσσονται, και, αν πρόκειται για αδημοσίευτη επιγραφή, απαιτείται άδεια και από τον ανασκαφέα ή τον αρχαιολόγο υπεύθυνο για τη δημοσίευση του υλικού.
Μετά τον εντοπισμό και την εξασφάλιση της άδειας πρόσβασης στις επιγραφές ακολουθεί η αυτοψία και η προκαταρκτική μελέτη του ενεπίγραφου υλικού. Η σύνταξη του αρχαιολογικού δελτίου συνήθως έχει ήδη γίνει από τον αρμόδιο αρχαιολόγο και συμπεριλαμβάνει πληροφορίες για την ένταξη της επιγραφής στα αρχαιολογικά συμφραζόμενα: ακριβή τόπο εύρεσης, περιοχή, ανασκαφικά στοιχεία, ώστε να μπορεί να συνεξεταστεί με τα συνευρήματά της αν υπάρχουν, λεπτομερή αρχαιολογική περιγραφή, κατάσταση διατήρησης, διαστάσεις και χρονολόγηση του αντικειμένου, ακριβές σημείο χάραξης της επιγραφής στον φορέα γραφής, διαστάσεις ενεπίγραφης επιφάνειας, κατάσταση διατήρησης, μετρήσεις απόστασης ανάμεσα στους στίχους της επιγραφής, μετρήσεις γραμμάτων (ύψος, πλάτος, και βάθος, αν πρόκειται για βαθιά χάραξη), πιθανή χρονολόγηση, κάθε άλλη παρατήρηση που κρίνεται απαραίτητη και χρήσιμη. Η προσεκτική καταγραφή των πληροφοριών αυτών είναι κρίσιμη γιατί η πλήρης μελέτη του αντικειμένου που φέρει την επιγραφή και η ερμηνεία του είναι άμεσα συνδεδεμένη και με την ερμηνεία της ίδιας της επιγραφής.
Αποτύπωση της επιγραφής
Οι μετρήσεις και η αποτύπωση της επιγραφής πρέπει να γίνουν με ακρίβεια, ώστε ο μελετητής να έχει την πληρέστερη δυνατή εικόνα της επιγραφής, για να μπορεί να ελέγξει τα συμπεράσματά του, γιατί η πρόσβαση στον χώρο εύρεσης ή φύλαξης δεν είναι πάντα εύκολη. Επίσης, η μελέτη μέσα από ορισμένους τρόπους αποτύπωσης της ενεπίγραφης επιφάνειας, όπως το απόγραφο, το έκτυπο και οι φωτογραφίες με σύγχρονες μεθόδους, λειτουργεί συμπληρωματικά στην αυτοψία του ενεπίγραφου υλικού.
Απόγραφο: η απόδοση του κειμένου της επιγραφής σε μεγαλογράμματη γραφή ακολουθώντας το αρχαίο κείμενο, χωρίς δηλαδή χωρισμό λέξεων και πρόσθετα σημεία στίξης. Το απόγραφο δεν είναι λεπτομερές σχέδιο της επιγραφής αλλά είναι ουσιαστικό στάδιο στη μελέτη, καθώς αποτελεί την πρώτη προσπάθεια απόδοσης του κειμένου, μεταφέροντας στο χαρτί κατά δυνατόν πιστότερα όσα είναι ορατά στην ενεπίγραφη επιφάνεια. Αυτή είναι η πρώτη επαφή του επιγραφικού με το κείμενο, πριν από τη μετατροπή του σε μικρογράμματη γραφή με κανονικά σημεία στίξης.
Σχέδιο: το σχέδιο του αντικειμένου και της επιγραφής μπορεί να γίνει από τον επιγραφικό ή από ειδικό σχεδιαστή. Είναι προτιμότερο ο σχεδιαστής να συνεργάζεται με τον επιγραφικό, ιδιαίτερα όταν η επιγραφή παρουσιάζει έντονες φθορές, καθώς το σχέδιο προϋποθέτει επίσης ερμηνευτικές επιλογές ως προς το ποιες χαράξεις ανήκουν σε γράμματα και ποιες όχι και τι είναι τελικά ορατό στην ενεπίγραφη επιφάνεια.
Φωτογραφία: αρχικά φωτογραφίζονται με τον κατάλληλο φυσικό ή τεχνητό φωτισμό, ανάλογα με το αν βρίσκεται σε εξωτερικό ή εσωτερικό χώρο, όλες οι όψεις του φορέα της επιγραφής και μετά η ίδια η επιγραφή με κλίμακα, ώστε τα γράμματα να είναι ευανάγνωστα και να αποδίδεται με τον πιο ακριβή τρόπο η επιφάνεια χάραξης. Η φωτογράφιση του εκτύπου όσο είναι ακόμα πάνω στην επιφάνεια του λίθου είναι μερικές φορές βοηθητική, καθώς αναδεικνύει λεπτομέρειες που δεν φαίνονται στη φωτογραφία του αντικειμένου. Ωστόσο, όταν η επιφάνεια είναι πολύ φθαρμένη, η φωτογραφία δεν μπορεί πάντα να αποτυπώσει τις εμβαθύνσεις και τις επιφανειακές φθορές και δεν αρκεί από μόνη της για την ανάγνωση του κειμένου. Όμως, η μέθοδος φωτογράφισης RTI (Reflectance Transformation Imaging) [55], με την επεξεργασία μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή πολλών λήψεων της ενεπίγραφης επιφάνειας, αποδίδει το ανάγλυφο, το σχήμα και το χρώμα της επιφάνειας του αντικειμένου. Η μέθοδος αυτή, με τη δυνατότητα ανάκλασης του φωτισμού από διαφορετικές γωνίες, αναδεικνύει κάθε λεπτομέρεια της επιφάνειας και των γραμμάτων της επιγραφής που συνήθως δεν είναι ορατή με γυμνό μάτι και πολλές φορές ούτε με μικροσκόπιο. Αυτή η μέθοδος αποτελεί μοναδικό εργαλείο για την ανάγνωση προβληματικών επιγραφών, με πολύ κατεστραμμένη, οξειδωμένη επιφάνεια, ή πολύ αβαθή χάραξη. Η συγκεκριμένη μέθοδος έχει ήδη εφαρμοστεί στις πινακίδες της Vindolanda, στον μηχανισμό των Αντικυθήρων και σε πολλά παπυρικά κείμενα και επιλύει αρκετά από τα προβλήματα ανάγνωσης του κειμένου.
Έκτυπο: το αποτύπωμα της επιφάνειας της επιγραφής σε ειδικό διηθητικό χαρτί [19a, 19b, 19c]. Η κατασκευή εκτύπου γίνεται μόνο σε λίθινες ενεπίγραφες επιφάνειες και απαγορεύεται, όταν ο λίθος είναι εύθρυπτος και μπορεί να διαλυθεί από το χτύπημα με τη βούρτσα, οπότε υπάρχει κίνδυνος να προκληθεί μεγαλύτερη φθορά στην επιφάνεια. Το ειδικό χαρτί βρέχεται, απλώνεται στην ενεπίγραφη επιφάνεια, πιέζεται με ειδική βούρτσα και αφήνεται να στεγνώσει. Με αυτόν τον τρόπο, αποτυπώνεται με ακρίβεια το ανάγλυφο της επιφάνειας της επιγραφής. Η κατασκευή του εκτύπου απαιτεί συγκεκριμένα υλικά και αρκετή εξάσκηση. Η ειδική βούρτσα είναι ξύλινη με συγκεκριμένες διαστάσεις, ορθογώνιο σχήμα κεφαλής και μαλακή φυσική τρίχα, για να μην σκίζεται το χαρτί. Το διηθητικό χαρτί φίλτρου είναι συγκεκριμένου πάχους και βάρους, ώστε να είναι ανθεκτικό στο νερό και να μπορεί ταυτόχρονα με το χτύπημα με τη βούρτσα να εισχωρεί στις κοιλότητες της επιφάνειας του λίθου. Ο λίθος, πριν από την εφαρμογή του χαρτιού, πρέπει να καθαριστεί καλά με νερό, για να φύγει η σκόνη από την επιφάνεια, ώστε το έκτυπο να είναι καθαρό, και η ενεπίγραφη επιφάνεια να στεγνώσει. Το φύλλο χαρτιού έχει συγκεκριμένες διαστάσεις (περίπου 45x60 εκ.), κόβεται με το χέρι και προσαρμόζεται στον λίθο με την πιο τραχιά επιφάνεια προς τα κάτω, ώστε να εξέχει περίπου πέντε εκατοστά περιμετρικά, για να αποτυπωθεί το τελείωμα κάθε πλευράς. Το χαρτί βρέχεται με νερό πριν τοποθετηθεί στην επιφάνεια και όχι μετά την τοποθέτησή του, γιατί, αν υπάρχει μεγάλη ποσότητα νερού κατά το χτύπημα, θα σκιστεί. Αν η επιφάνεια είναι μεγαλύτερη από το μέγεθος του φύλλου προστίθεται και άλλο φύλλο χαρτιού το οποίο εφάπτεται μερικά εκατοστά πάνω από το πρώτο, ώστε τα δύο φύλλα να ενωθούν στο σημείο της επικάλυψης με το χτύπημα της βούρτσας. Αν η επιγραφή είναι πάρα πολύ μεγάλη, η ένωση πολλών φύλλων χαρτιού δυσχεραίνει όχι μόνο την κατασκευή αλλά και τη μετέπειτα φύλαξη του εκτύπου. Για τις μεγάλες ενεπίγραφες επιφάνεις είναι προτιμότερο η επιγραφή να αποτυπώνεται τμηματικά σε χωριστά έκτυπα, τα οποία αργότερα μπορούν να ενωθούν το ένα με το άλλο, για να είναι πλήρης η επιγραφή. Επίσης, αν η επιφάνεια είναι πολύ κατεστραμμένη με πολλές φθορές και εμβαθύνσεις ή αν η χάραξη είναι πολύ βαθιά, είναι προτιμότερο να προστεθούν δύο (μερικές φορές και τρία) φύλλα, το ένα πάνω στο άλλο, ώστε αυτά να ενωθούν σε ένα έκτυπο. Το βρεγμένο φύλλο χαρτιού πιέζεται στην επιφάνεια με κοφτά και συνεχή χτυπήματα της βούρτσας σε κάθετη θέση προς την ενεπίγραφη επιφάνεια. Τα χτυπήματα γίνονται από το κέντρο της επιφάνειας του λίθου προς τα έξω, για να μην εγκλωβίζεται ο αέρας ανάμεσα στην επιφάνεια και στο χαρτί. Η διαδικασία αυτή πρέπει να γίνει σχετικά γρήγορα, για να μην στεγνώσει το χαρτί και να μην απαιτηθούν πολλά χτυπήματα που θα το σκίσουν και θα ταλαιπωρήσουν το ενεπίγραφο αντικείμενο. Αμέσως μετά εφαρμόζονται με τη μύτη της βούρτσας μικρά χτυπήματα στα σημεία, στα οποία έχει εγκλωβιστεί αέρας ή δεν έχει εισχωρήσει καλά το χαρτί στην κοιλότητα των γραμμάτων, καθώς και στις ακμές του λίθου, ώστε να οριστεί με σαφήνεια το περίγραμμα (ύψος και πλάτος) της ενεπίγραφης επιφάνειας. Το έκτυπο, αφού στεγνώσει, αφαιρείται και φυλάσσεται σε κλειστό κουτί, σε μέρος χωρίς υγρασία, όπου μπορεί να διατηρηθεί για πολλά χρόνια. Είναι προτιμότερο να υπάρχουν περισσότερα από ένα έκτυπα για κάθε επιγραφή, αφού δεν πρόκειται για πανομοιότυπα αντίγραφα αλλά το καθένα μπορεί να αποτυπώνει καλύτερα διαφορετικό σημείο της επιφάνειας. Η ανάγλυφη πλευρά του εκτύπου είναι στην ουσία ένα αρνητικό της επιφάνειας του λίθου, το οποίο όμως προσφέρει με κάθε λεπτομέρεια όλες τις χαράξεις, σκόπιμες ή μη, καθώς και την παραμικρή φθορά της επιφάνειας. Έτσι, είναι δυνατόν να διακρίνουμε τη σκόπιμη χάραξη ενός γράμματος από μια τυχαία φθορά ή να εντοπίσουμε ίχνη κεραιών γραμμάτων που δεν διακρίνονται με την παρατήρηση της ενεπίγραφης επιφάνειας. Το έκτυπο μπορεί να ψηφιοποιηθεί και στη συνέχεια να μελετηθεί μέσω ηλεκτρονικής επεξεργασίας με διαφορετικό φωτισμό, φίλτρα κλπ.,[1] για την ευχερέστερη ανάγνωση. Εκτός από το έκτυπο, η αποτύπωση της ενεπίγραφης επιφάνειας γινόταν στο παρελθόν και με άλλους τρόπους, οι οποίοι σήμερα έχουν εγκαταλειφθεί. Ένας τρόπος ήταν η χρήση υγρού ελαστικού, το οποίο απλωνόταν στην επιφάνεια του λίθου διαδοχικά σε στρώσεις, καθεμιά από τις οποίες έπρεπε να παραμείνει περίπου μία μέρα για να σταθεροποιηθεί το υλικό. Η μέθοδος αυτή εγκαταλείφθηκε γιατί προκαλούσε φθορές στον λίθο, ήταν χρονοβόρα και ακριβή, δεν ήταν κατάλληλη για όλες τις επιφάνειες (π.χ. για μια κάθετη επιφάνεια) και, τέλος, το ελαστικό αποτύπωμα με τον χρόνο γινόταν σκουρόχρωμο, σκληρό και εύθραυστο. Η εφαρμογή αυτής της μεθόδου δεν επιτρέπεται στην Ελλάδα επειδή καταστρέφει τις ενεπίγραφες επιφάνειες. Επίσης, παλαιότερα χρησιμοποιούσαν τη μέθοδο με σκόνη κάρβουνου για τη διευκόλυνση στην ανάγνωση των γραμμάτων. Ο μελετητής άπλωνε απαλά με τα δάχτυλα στην επιφάνεια του λίθου ένα διάλυμα καρβουνόσκονης αραιωμένης με νερό, που καθώς εισχωρούσε σε κάθε χάραγμα και εγκοπή της επιφάνειας επέτρεπε στον μελετητή να διακρίνει κεραίες γραμμάτων που αλλιώς δεν θα ήταν ορατές. Ωστόσο, μέχρι σήμερα η καλύτερη και ασφαλέστερη μέθοδος αποτύπωσης της ενεπίγραφης επιφάνειας παραμένει η κατασκευή εκτύπου με το ειδικό χαρτί. Η δημιουργία ενός αρχείου εκτύπων των λίθινων επιγραφών κρίνεται απαραίτητη[2], γιατί διασώζει την ενεπίγραφη επιφάνεια, η οποία μπορεί με το πέρασμα του χρόνου να αλλοιωθεί, ιδιαίτερα αν το αντικείμενο είναι εκτεθειμένο στις καιρικές συνθήκες. Το αρχείο αυτό στη συνέχεια μπορεί να ψηφιοποιηθεί για να έχει πρόσβαση σ' αυτό ο κάθε ειδικός, χωρίς να είναι απαραίτητη η επίσκεψη στον χώρο φύλαξης του αρχείου.
Ο επιγραφικός μελετά τον ίδιο τον λίθο ή το ενεπίγραφο αντικείμενο, το σχέδιο, τη φωτογραφία και το έκτυπο συνδυαστικά, για να έχει την πληρέστερη δυνατή εικόνα της επιγραφής, μιας και αυτές οι μέθοδοι αποτύπωσης λειτουργούν συμπληρωματικά η μία της άλλης. Ωστόσο, ούτε το απόγραφο ούτε η κλασική φωτογραφία αποδίδουν την τρισδιάστατη φύση του ενεπίγραφου αντικειμένου και το ανάγλυφο της επιφάνειας του λίθου, ιδιαίτερα όταν αυτή έχει φθορές και εμβαθύνσεις που μπορούν να εκληφθούν και ως γράμματα. Αλλά ούτε και το έκτυπο αποδίδει πάντα αρκετά πιστά το ανάγλυφο της επιφάνειας του λίθου. Επομένως, οι μέθοδοι αποτύπωσης δεν υποκαθιστούν πλήρως την επαφή του μελετητή με την επιγραφή και τον φορέα της και γι’ αυτό χρειάζεται συχνά να επιστρέφει στην επιγραφή, για να επιβεβαιώνει τα συμπεράσματά του με την αυτοψία.
[1] Στο Πανεπιστήμιο της Florida μια ομάδα επιστημόνων έχει δημιουργήσει ένα πρόγραμμα ψηφιοποίησης εκτύπων επιγραφών, τα οποία μπορεί να μελετήσει κάποιος με δυνατότητα να μετακινήσει, να στρέψει, να μεγεθύνει και φωτίσει διαφορετικά το αντικείμενο. http://www.digitalepigraphy.org/toolbox/
[2] Για τις συλλογές εκτύπων στο εξωτερικό βλ. Woodhead 2009, 161.