Η χρήση των επιγραφικών εκδοτικών συμβόλων έχει στόχο την πιστή αποτύπωση αυτού που βλέπει ο εκδότης της επιγραφής στην ενεπίγραφη επιφάνεια. Η διαδικασία της χάραξης, οι επιλογές, τα λάθη και οι σκόπιμες παρεμβάσεις του αρχαίου χαράκτη στο κείμενο, οι φθορές του κειμένου και οι συμπληρώσεις του εκδότη αποδίδονται με συγκεκριμένα κοινώς αποδεκτά σύμβολα, τα οποία αποτυπώνουν με απόλυτη ακρίβεια την εικόνα της επιγραφής και ταυτόχρονα συντελούν στην ερμηνεία του κειμένου.
Το σύστημα συμβόλων και διακριτικών σημείων που χρησιμοποιείται για την έκδοση των επιγραφών δεν είναι απολύτως σταθερό και ομοιογενές. Οι παλαιότερες εκδόσεις χρησιμοποιούσαν είτε διαφορετικά σύμβολα είτε απέδιδαν στα ίδια σύμβολα διαφορετική σημασία. Ακριβώς για να αποφευχθεί αυτή η σύγχυση στην έκδοση κειμένων και να υπάρξει ομοιογένεια, η οποία θα διευκόλυνε το έργο των μελετητών, οι παπυρολόγοι και οι επιγραφικοί πρότειναν τη δημιουργία ενός κοινά αποδεκτού κωδικοποιημένου συστήματος για την έκδοση παπύρων και επιγραφών. Έτσι, υιοθετήθηκε το σύστημα Leiden από το 1932 και εξής, ονομασία που προέκυψε από την πόλη όπου συναντήθηκαν οι ερευνητές. Μετά την υιοθέτηση του συστήματος του Leiden και λόγω της αποκτηθείσας εμπειρίας, προτάθηκαν βελτιώσεις και προσθήκες, για ένα σύστημα πιο λειτουργικό και πλήρες και για να μπορούν να αποτυπώνονται περισσότερες λεπτομέρειες στο ίδιο το κείμενο. Εντούτοις, η επιλογή των συμβόλων, ιδιαίτερα κάποιων επιμέρους, εναπόκειται στην κρίση του εκάστοτε εκδότη.[1] Ωστόσο, η προσθήκη πολλών συμβόλων «φορτώνει» υπερβολικά το κείμενο της επιγραφής κάνοντάς το ίσως περισσότερο δυσνόητο με τα διακριτικά σημεία, και μάλιστα όταν ορισμένα ζητήματα που τα σύμβολα αυτά καλούνται να επιλύσουν μπορούν να συμπεριληφθούν στο κριτικό υπόμνημα ή στις παρατηρήσεις και τον σχολιασμό του κειμένου. Καθώς οι εκδόσεις των επιγραφών ενδέχεται να παρουσιάζουν διαφορές μεταξύ τους ως προς τα εκδοτικά σύμβολα που χρησιμοποιούν, κρίθηκε απαραίτητη η παράθεση στο παρόν εγχειρίδιο του πίνακα με τα εκδοτικά σύμβολα που χρησιμοποιούνται.
Αρίθμηση στίχων = οι στίχοι αριθμούνται ανά 3 ή 5, ανάλογα με την έκταση του κειμένου. Σύμφωνα με τον Dow ο στίχος αποτελεί συμβολική αναφορά στον δυνάμει ενεπίγραφο χώρο, ανεξάρτητα από το αν έχουν χαραχτεί γράμματα, και συνεπώς ο κενός χώρος (π.χ. ενός ή δύο στίχων) πρέπει να αριθμείται, γιατί προφανώς έχει σημασία να δηλωθεί, ως επιλογή του χαράκτη. Ωστόσο, πολλές εκδόσεις αριθμούν μόνο τους στίχους με γράμματα.
| κάθετη γραμμή = αλλαγή στίχου στο κείμενο της επιγραφής. Συνήθως, στην αρχική έκδοση της επιγραφής, τηρείται ο χωρισμός του κειμένου σε στίχους, όπως αυτό είναι χαραγμένο στον φορέα της επιγραφής, οπότε η δήλωση αλλαγής στίχου με κάθετη γραμμή είναι περιττή. Το σύμβολο αυτό είναι χρήσιμο σε περίπτωση που ο εκδότης δεν ακολουθεί τον κατά στίχους χωρισμό της επιγραφής. Αν το κείμενο είναι εκτενέστερο των πέντε στίχων, ο εκδότης χρησιμοποιεί διπλή κάθετη γραμμή ανά τακτό αριθμό στίχων (συνήθως ανά πέντε στίχους και σπανιότερα ανά τρεις ή τέσσερις). Επίσης, μερικές φορές η κάθετη γραμμή χρησιμοποιείται για τη δήλωση αλλαγής μετρικών ενοτήτων.
[ ] ορθογώνιες αγκύλες = κενό κειμένου λόγω φθοράς στην ενεπίγραφη επιφάνεια ή χαμένου τμήματος της επιγραφής. Τα γράμματα λείπουν εντελώς ή υπάρχουν ελάχιστα ίχνη αλλά δεν μπορούν να ταυτιστούν με κεραίες γραμμάτων.
[αβγ] = συμπλήρωση κειμένου από τον εκδότη.
[…] ή [. . 5 . .] = συγκεκριμένος αριθμός γραμμάτων που λείπουν αλλά ο εκδότης δεν μπορεί να προτείνει συμπλήρωση. Κάθε στιγμή αντιστοιχεί σε ένα γράμμα.
[‒ ‒ ‒] = αριθμός γραμμάτων ή κείμενο που λείπει και δεν μπορεί να προσδιοριστεί.
[ [[ ]] ] = συμπλήρωση της απόξεσης από τον χαράκτη του κειμένου (rasura), την οποία υποθέτει ο εκδότης ότι είχε χαραχθεί. Σπανίως χρησιμοποιείται λόγω της σύγχυσης που προκαλούν οι αγκύλες και η συμπλήρωση παρατίθεται στο αντίστοιχο τμήμα κάτω από την έκδοση.
‒ ‒ ‒ ‒ ‒ ‒ ‒ ‒ ‒ = σε ορισμένες εκδόσεις χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη φθορά των πρώτων ή των τελευταίων στίχων μιας επιγραφής των οποίων ο αριθμός είναι απροσδιόριστος.
+ + + + ή . . . . = ίχνη γραμμάτων που δεν μπορούν να ταυτιστούν με κάποιο γράμμα λόγω εκτεταμένης φθοράς. Σε παλαιότερες εκδόσεις τα αδιάγνωστα ίχνη τυπώνονταν ως τμήματα κεφαλαίων γραμμάτων με σκίαση στο μέρος του γράμματος που λείπει.[2]
ΑΒΓ = γράμματα ευανάγνωστα, των οποίων ο συνδυασμός δεν αντιστοιχεί σε γνωστή λέξη και δεν παράγει νόημα κατά τον εκδότη. Μπορεί να σημειώνονται για μέρος της λέξης ή για μεγαλύτερο μέρος του κειμένου.
αβγ = γράμματα αναγνωσμένα από προηγούμενους εκδότες, τα οποία πλέον δεν μπορούν να διαβαστούν λόγω φθοράς της ενεπίγραφης επιφάνειας ή απώλειας του συγκεκριμένου τμήματος του αντικειμένου.
α̣β̣γ̣ = υπεστιγμένα γράμματα, όταν η ανάγνωσή τους είναι αμφίβολη ασχέτως των συμφραζομένων. Γράμματα μερικώς σωζόμενα ή εξίτηλα, τα οποία ως μεμονωμένα γράμματα δεν μπορούν να ταυτιστούν με βεβαιότητα. Η τελική επιλογή του συγκεκριμένου γράμματος μεταξύ άλλων πιθανών αποτελεί επιλογή του εκδότη και εξαρτάται από τα συμφραζόμενα. Αν το γράμμα σώζεται μερικώς αλλά το σωζόμενο τμήμα του επιτρέπει την ασφαλή ταύτισή του, τότε δεν χρειάζεται υποστιγμή. Για ίχνη γραμμάτων τόσο φθαρμένων, ώστε να μην μπορούν να αναγνωριστούν, ορισμένες εκδόσεις χρησιμοποιούν το + + + και άλλες το . . ., όπου κάθε σταυρός ή στιγμή αντιστοιχεί σε ένα γράμμα.
[[ ]] διπλές ορθογώνιες αγκύλες = γράμματα σβησμένα σκόπιμα (rasura) από τον ίδιο τον χαράκτη ή σε μεταγενέστερη φάση (π.χ. στη ρωμαϊκή περίοδο στην περίπτωση της damnatio memoriae). Τα σβησμένα γράμματα μπορεί να διακρίνονται περισσότερο ή λιγότερο ή να έχει αποξεστεί τελείως η επιφάνεια και να μην σώζονται καθόλου ίχνη των γραμμάτων. Το σύμβολο αφορά την αρχική χάραξη, η οποία σώζεται μερικώς ή έχει χαθεί πλήρως. Συχνά η απόξεση γινόταν για να χαραχθεί άλλο διορθωμένο κείμενο πάνω από το παλαιό, του οποίου ίχνη ενδεχομένως διακρίνονται. Ο εκδότης πρέπει να παραθέσει το κείμενο που ο αρχαίος χαράκτης είχε σκοπό να χαράξει για να διαβαστεί. Συνεπώς, εφόσον δεν καταστρατηγείται το νόημα του κειμένου, στην έκδοση μπορεί να περιλαμβάνεται το σβησμένο κείμενο. Εάν όμως η απόξεση έγινε για νέα χάραξη πάνω από την παλαιά και διόρθωση του κειμένου, τότε το διορθωμένο κείμενο πρέπει να παρατίθεται στην έκδοση εκτός αγκυλών και στις παρατηρήσεις να δηλώνεται η απόξεση με το κείμενό της, αν αυτό είναι διακριτό.
[[αβγ]] = γράμματα σβησμένα σκόπιμα, τα οποία είναι αναγνώσιμα.
[[α̣β̣γ̣]] = γράμματα σβησμένα σκόπιμα, μερικώς σωζόμενα, τα οποία μπορούν να αποκατασταθούν από τα συμφραζόμενα, και γι' αυτό υπεστιγμένα.
[[ [ ] ]] = αγκύλες εντός των διπλών αγκυλών για αποκαταστάσεις του κειμένου που προτείνει ο εκδότης εντός της σβησμένης περιοχής. Για τις εσωτερικές αγκύλες ακολουθούνται όλες οι παραπάνω πιθανότητες συμπλήρωσης του κειμένου.
<<αβγ>> = σε ορισμένες εκδόσεις για τα γράμματα που χαράχθηκαν πάνω από τα σβησμένα γράμματα.[3] Ανάλογα με την κατάσταση διατήρησης των γραμμάτων οι διπλές οξυγώνιες αγκύλες μπορούν να πάρουν τη μορφή: <<ΑΒΓ>>, <<α̣β̣γ̣>>, <<[αβγ]>>, <<[. . .]>>, <<[–ca. 8 –]>>, <<[ – – – –]>>.
{ } = άγκιστρα για τον εξοβελισμό γραμμάτων ή λέξεων, τα οποία είναι απολύτως βέβαιο ότι ο χαράκτης χάραξε κατά λάθος.[4] Συνήθως χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις διπλογραφιών, δηλαδή στην κατά λάθος επανάληψη όμοιων συλλαβών ή λέξεων. Σε παλαιότερες εκδόσεις αντί αγκίστρων { } χρησιμοποιούσαν οξυγώνιες αγκύλες < >.
< > = προσθήκη γραμμάτων που παρέλειψε κατά λάθος ή από αβλεψία ο χαράκτης, αντικατάσταση γράμματος το οποίο ο χαράκτης χάραξε κατά λάθος ή διόρθωση γράμματος που έμεινε ατελές κατά τη χάραξη. Η προσθήκη γίνεται με βάση την ανάγνωση των συγκεκριμένων λέξεων αλλά πρέπει να είναι βέβαιο ότι πρόκειται λανθασμένη χάραξη και όχι επιλογή του χαράκτη. Κάποια από αυτά τα λάθη του χαράκτη πιθανότατα είχαν διορθωθεί από τον ίδιο με χρώμα το οποίο δεν σώζεται. Ο Dow[5] τονίζει ότι γράμματα, τα οποία ο χαράκτης δεν ολοκλήρωσε λόγω λάθους (συχνά οι χαράκτες ξεχνούν να χαράξουν κάποιες κεραίες γραμμάτων), πρέπει να τίθενται εντός οξυγώνιων αγκυλών και να μην είναι υπεστιγμένα.
α(βγ) = ανάπτυξη συντμήσεων, συντομογραφιών και συμπλεγμάτων γραμμάτων. Εντός της παρένθεσης τα γράμματα, τα οποία σκόπιμα παρέλειψε ο χαράκτης χάριν συντομίας. Η Cooley συμπεριλαμβάνει τα α(‒), όταν η λέξη δεν μπορεί να συμπληρωθεί, α(βγ‒), όταν μπορεί να συμπληρωθεί μόνο το θέμα αλλά όχι η κατάληξη της λέξης και α̂β για κάθε γράμμα το οποίο ενώνεται σε σύμπλεγμα με το επόμενο.[6] Οι συντομογραφίες, άλλοτε κοινές για όλη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και άλλοτε επιγραφική συνήθεια μιας συγκεκριμένης περιοχής ή χρονικής περιόδου, αποτελούν χαρακτηριστικό κυρίως των λατινικών και αργότερα και των χριστιανικών επιγραφών.[7] Μετά την ελληνιστική περίοδο, και κυρίως στις λατινικές επιγραφές, οι χαράκτες συνήθιζαν να χρησιμοποιούν σύμβολα για να δηλώσουν αυτές τις συντομογραφίες (στιγμή τοποθετημένη στο μέσον του ύψους του γράμματος, δύο στιγμές ή τονικά σημεία εκατέρωθεν του γράμματος, άνω και κάτω στιγμή μετά το γράμμα και το πιο κοινό σύμβολο, οριζόντια γραμμή ή μικρός κύκλος πάνω από τη συντετμημένη λέξη).[8]
vacat = κενό, αφημένο σκόπιμα από τον χαράκτη, για διάφορους λόγους (π.χ. προβληματικά σημεία του φορέα γραφής, πέρας φράσης ή νοήματος, έμφαση σε συγκεκριμένη λέξη, τοποθέτηση του κειμένου σε συγκεκριμένο σημείο του φορέα γραφής για λόγους αισθητικής ή συμμετρίας κ.ο.κ.). Το vacat χρησιμοποιείται όταν το κενό είναι πολύ μεγάλο, δεν μπορεί να μετρηθεί ή δεν υπάρχει λόγος να μετρηθεί. Το vac. ήvacatμεταξύ δύο στίχων σημαίνει ότι ολόκληρος στίχος έχει αφεθεί κενός και το vac. ή vacatστο κέντρο κάτω από τον τελευταίο στίχο δηλώνει το πέρας της χάραξης (όχι απαραίτητα και του κειμένου της επιγραφής, αφού μπορεί για κάποιο λόγο η χάραξη να έμεινε ατελής).
v ή vvv = ένα πλάγιο ν ως εκθέτης αντιστοιχεί σε κενό χώρο που καταλαμβάνει ένα γράμμα (συμβατικά ως πλάτος γράμματος θεωρείται το πλάτος ενός μέσου σε μέγεθος γράμματος). Μπορεί να δηλώνει επίσης και το κενό μισού γράμματος ν1/2. Μικρά πλάγια ν ως εκθέτες αντιστοιχούν σε κενό χώρο που μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια (κάθε v αντιστοιχεί σε χώρο ενός γράμματος).
vacat10 ή vacatca.10 = κενός χώρος που μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια ή κατά προσέγγιση και καταλαμβάνει όσα γράμματα δηλώνει ο αριθμός.
[v] [vacat] [vacat20] = συμπλήρωση κενού χώρου μπορεί να γίνει, αν ο εκδότης θεωρεί βέβαιο ότι ο χαράκτης είχε αφήσει σκόπιμο κενό ενός ή περισσότερων γραμμάτων. Υπεστιγμένο κενό ṿ ή κενό με ερωτηματικό σε μορφή εκθέτη v? σημειώνεται σε περίπτωση που έχει σωθεί τμήμα της αρχικής κενής επιφάνειας αλλά όχι αρκετό ώστε να μπορεί να θεωρηθεί vacat με βεβαιότητα.
Ορισμένα άλλα διακριτικά σημεία που απαντούν στις εκδόσεις των επιγραφών:
← φορά γραφής επί τα λαιά (από δεξιά προς τα αριστερά)
→ φορά γραφής ες ευθύ (από αριστερά προς τα δεξιά)
Η φορά της επιγραφής (επί τα λαιά, βουστροφηδόν, ες ευθύ) ή η διάταξη (στοιχηδόν κλπ.) δηλώνεται ολογράφως στο δεξί άκρο πάνω από το αρχαίο κείμενο. Δεν είναι αναγκαίο να χρησιμοποιηθεί και σύμβολο, εφόσον η φορά έχει δηλωθεί και παραμένει σταθερή (π.χ. όλοι οι στίχοι είναι γραμμένοι επί τα λαιά ή ες ευθύ). Στις βουστροφηδόν επιγραφές συνήθως χρησιμοποιείται το σύμβολο δίπλα σε κάθε στίχο για να δείξει με ποια φορά αρχίζει η επιγραφή και την εναλλαγή της, η οποία δεν είναι πάντα κανονική.
ᴗ = σημειώνεται κάτω από δύο γράμματα, τα οποία καταλαμβάνουν τον χώρο ενός γράμματος (μόνο στις στοιχηδόν επιγραφές).
ᴖ = σε ορισμένες εκδόσεις σημειώνεται πάνω από δύο ή περισσότερα γράμματα που αποτελούν συμπίλημα.
ᾱ =μικρή οριζόντια πάνω από το γράμμα χρησιμοποιείται για να δηλώσει το μακρό φωνήεν (το ε και το ο μπορεί να έχουν σύμβολο μακρού φωνήεντος, γιατί χρησιμοποιούνται αρχικά για να δηλώσουν τόσο τα βραχέα ε και ο όσο και τα μακρά η, ει και ω, ου αντίστοιχα).
ed. pr. = editio princeps (πρώτη έκδοση του κειμένου) = η πρώτη έκδοση του κειμένου πρέπει να αναφέρεται σε κάθε νέα έκδοση της επιγραφής.
(!) = προτρέπει τον αναγνώστη να προσέξει ή επανεξετάσει το συγκεκριμένο σημείο.
sic = επισήμανση κάποιου λάθους του κειμένου, το οποίο ο εκδότης συνειδητά δεν διορθώνει.
[1] Για το σύστημα Leiden και συζήτηση της σχετικής βιβλιογραφίας βλ. Dow 1969, 14 ̶ 17. Επίσης, για τις βελτιώσεις του συστήματος Leiden και το αναθεωρημένο και εμπλουτισμένο σύστημα συμβόλων βλ. Cooley 2012, 351 και σημ. 42 και 352 ̶ 55.
[2] Dow 1969, 10.
[3] Cooley 2012, 353 ̶ 354.
[4] Για άλλα σύμβολα που δηλώνουν λάθη στην επιγραφή ή επιγραφή που έμεινε ατελείωτη αλλά δεν χρησιμοποιούνται τόσο συχνά βλ. Cooley 2012, 354.
[5] Dow 1969, 11.
[6] Cooley 2012, 352 και 355.
[7] Για τις συντομογραφίες στις λατινικές επιγραφές βλ. Cooley 2012, 357-60.
[8] Mac Lean 2002, 59.