Χρονολόγηση

Η χρονολόγηση είναι απαραίτητη και για την ερμηνεία της ίδιας της επιγραφής αλλά και για τη μεταγενέστερη χρήση της ως ιστορικής πηγής. Αν η επιγραφή δεν μπορεί να χρονολογηθεί με ακρίβεια, όπως συμβαίνει συχνά, γιατί δεν επαρκούν τα αρχαιολογικά, επιγραφικά και ιστορικά δεδομένα, τότε αξιοποιείται κάθε ένδειξη για την πρόταση μιας κατά προσέγγιση χρονολόγησης ή προτείνεται μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδος. Τα κριτήρια, άλλα περισσότερο βέβαια και άλλα πιο επισφαλή, που βοηθούν στη χρονολόγηση της επιγραφής, χωρίζονται σε εξωτερικά και εσωτερικά.

Στα εξωτερικά κριτήρια συγκαταλέγονται όλες οι πληροφορίες που έχουν σχέση με το αντικείμενο και τις αρχαιολογικές ενδείξεις. Η χρονολόγηση του φορέα της επιγραφής συχνά συμπίπτει με τη χρονολόγηση της ίδιας της επιγραφής. Επομένως, η συλλογή και αξιοποίηση όλων των αρχαιολογικών πληροφοριών, όπως οι ανασκαφικές ενδείξεις, ο τόπος εύρεσης και προέλευσης της επιγραφής, η εκτίμηση των αρχαιολογικών συνευρημάτων, οι παρατηρήσεις για το είδος του μνημείου ή του αντικειμένου και τα αρχαιολογικά παράλληλα είναι το πρώτο στάδιο για τη χρονολόγηση. Συχνά όμως τα αρχαιολογικά συμφραζόμενα δεν είναι διαθέσιμα είτε γιατί η επιγραφή δεν εντοπίστηκε στην αρχική της θέση είτε γιατί τέτοιου είδους πληροφορίες δεν υπάρχουν ‒ιδιαίτερα μάλιστα αν πρόκειται για παλαιό ή για τυχαίο εύρημα το οποίο παραδόθηκε στην αρχαιολογική υπηρεσία ή βρίσκεται σε ιδιωτική συλλογή. Η προέλευση της επιγραφής μπορεί να δώσει σημαντικές πληροφορίες για τη χρονολόγησή της. Η πόλη από την οποία προέρχεται μπορεί να έχει εγκαταλειφθεί, καταστραφεί από εχθρική επιδρομή ή ιδρυθεί μια συγκεκριμένη χρονολογία, γεγονότα τα οποία για τις επιγραφές εντός της επικράτειας της πόλης παρέχουν ένα αποδεδειγμένο χρονολογικό όριο πριν από ή μετά τα γεγονότα αυτά (terminus ante ή post). Η επιγραφή σε ένα αντικείμενο συμπίπτει αρκετές φορές με τη χρονολόγηση του αντικειμένου αλλά αυτό δεν είναι απαράβατος κανόνας, καθώς σε αντικείμενα με μεγάλη διάρκεια στον χρόνο η χρονολογία της κατασκευής τους δεν ταυτίζεται πάντοτε με τη χρονολογία χάραξης της επιγραφής. Επίσης, οι επιγραφές σε λίθους που αποτελούσαν δομικά στοιχεία κτιρίου, το οποίο δεν έχει σωθεί, ή τα χαράγματα σε βράχους είναι δύσκολο να ενταχθούν σε αρχαιολογικά συμφραζόμενα και πολλές φορές το μόνο κριτήριο χρονολόγησης είναι τα παλαιογραφικά χαρακτηριστικά της επιγραφής. Τα καλλιτεχνικά και στιλιστικά κριτήρια προσφέρουν συνήθως μια αρκετά ακριβή χρονολόγηση των αρχαιολογικών ευρημάτων, ενώ στην καλά χρονολογημένη κεραμική η χρονολόγηση της επιγραφής ταυτίζεται με αυτήν του αγγείου, ιδιαίτερα αν αυτή έχει γίνει πριν από την όπτηση ή αν έχει γίνει σε μικρά αγγεία τα οποία έχουν σχετικά σύντομη χρονική περίοδο χρήσης. Μια επιγραφή όμως σε ένα μεταλλικό αντικείμενο πρέπει να αντιμετωπίζεται με περισσότερη προσοχή, γιατί η χρήση των μεταλλικών αντικειμένων διαρκούσε πολύ περισσότερο και η επιγραφή θα μπορούσε να χαραχθεί αρκετά χρόνια μετά την κατασκευή του αντικειμένου, αν βέβαια δεν πρόκειται για υπογραφή του τεχνίτη.

Τα εσωτερικά κριτήρια χρονολόγησης έχουν σχέση με την ίδια την επιγραφή, το περιεχόμενό της και τα παλαιογραφικά της χαρακτηριστικά. Πληροφορίες βοηθητικές μπορούν να προκύψουν από το είδος του κειμένου, τα γλωσσικά και διαλεκτικά στοιχεία, τα γνωστά ιστορικά γεγονότα, τις προσωπογραφικές ενδείξεις, τις χρονολογικές πληροφορίες του ίδιου του κειμένου, το είδος της επιγραφής. Η άμεση ή έμμεση αναφορά σε ένα γνωστό και άρα χρονολογημένο ιστορικό γεγονός, όπως μια συνθήκη μεταξύ δύο πόλεων που γνωρίζουμε από άλλες πηγές πότε έγινε ή ένα ανάθημα που αφιερώθηκε στον θεό με αφορμή μια νίκη σε έναν γνωστό από αλλού πόλεμο, ή τα ονόματα αρχόντων, τυράννων, αυτοκρατόρων αποτελούν πολύτιμα στοιχεία για την ακριβέστερη χρονολόγηση. Οι προσωπογραφικές πληροφορίες είναι βοηθητικές, ακόμα κι αν δεν αναφέρονται σε γνωστό ιστορικό πρόσωπο, γιατί από τις ονοματολογικές μελέτες και τα αντίστοιχα λεξικά συχνά διαπιστώνεται η χρήση συγκεκριμένων ονομάτων σε μια περιοχή και εποχή.

Στην αρχαιότητα δεν υπήρχε επίσημος αριθμητικός προσδιορισμός του έτους και συνήθως στα δημόσια κείμενα το έτος προσδιοριζόταν με την αναφορά στον ετήσιο άρχοντα ή ιερέα. Για πόλεις όπως η Αθήνα όπου υπάρχουν κατάλογοι αρχόντων, η χρονολόγηση είναι εφικτή για μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο και για άλλες ελληνικές πόλεις.[1]

Εκτός από τις χρονολογικές ενδείξεις, το είδος της επιγραφής μπορεί να είναι χρήσιμο, αν όχι για την ακριβή χρονολόγησή της, τουλάχιστον για την ένταξή της σε μια συγκεκριμένη περίοδο. Για ορισμένα είδη επιγραφών, ένα συγκεκριμένο λεξιλόγιο, ο τρόπος διατύπωσης, η χρήση στερεότυπων εκφράσεων και η εξέλιξή τους είναι βοηθητικά στοιχεία τα οποία όμως προϋποθέτουν διεξοδική καταγραφή και μελέτη τους για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Τα περισσότερα από τα στοιχεία αυτά συνιστούν επιγραφικά χαρακτηριστικά μιας ορισμένης περιοχής και μεθοδολογικά πρέπει να χρησιμοποιούνται με ιδιαίτερη φειδώ για τη χρονολόγηση επιγραφών διαφορετικής προέλευσης.

Τέλος, τα παλαιογραφικά χαρακτηριστικά μιας επιγραφής, η διάταξη του κειμένου, ο τρόπος και οι τεχνικές χάραξης, το σχήμα των γραμμάτων λειτουργούν βοηθητικά στη χρονολόγηση των επιγραφών: η στοιχηδόν διάταξη, η χρήση συγκεκριμένων εργαλείων (όπως ο διαβήτης για τη χάραξη των κυκλικών γραμμάτων), τα συμπιλήματα και τα συμπλέγματα γραμμάτων, συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στις κεραίες των γραμμάτων (π.χ. καμπυλώσεις, ακρέμονες, διακοσμήσεις) και σχήματα των γραμμάτων (αρχαϊκά γράμματα των οποίων η χρήση σταμάτησε μετά από μια συγκεκριμένη περίοδο, μηνοειδή, ρομβοειδή, τετράγωνα ή άλλα σχήματα που εμφανίζονται τη ρωμαϊκή εποχή).

Τα παλαιογραφικά χαρακτηριστικά πρέπει να χρησιμοποιούνται με τη μέγιστη προσοχή και πάντοτε σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία για τη χρονολόγηση μιας επιγραφής, κυρίως γιατί εξαρτώνται από τις στιλιστικές επιλογές ενός χαράκτη, τις διαφορές από περιοχή σε περιοχή, ακόμα κι αν πρόκειται για την ίδια χρονική περίοδο, τις πιθανές διαφοροποιήσεις μεταξύ των δημόσιων, συνήθως πιο συντηρητικών στη μορφή, και των ιδιωτικών επιγραφών. Τέτοιου είδους συμπεράσματα προϋποθέτουν ότι σώζονται αρκετές επιγραφές από μια περιοχή και μια ορισμένη χρονική περίοδο, και μάλιστα επιγραφές σε λίθο, αφού η προέλευση και κατά συνέπεια και το αλφάβητο δεν είναι πάντα δυνατόν να προσδιοριστούν για τα κινητά ενεπίγραφα ευρήματα. Μελέτες που καλύπτουν μεγάλες χρονικές περιόδους ή διαφορετικές περιοχές ή ακόμα αναλύουν διεξοδικά συγκεκριμένα παλαιογραφικά χαρακτηριστικά, όπως η μελέτη της Jeffery για τα αρχαϊκά αλφάβητα [10] ή του Stephen Tracy για τους χαράκτες στην Αττική, θα έλυναν προβλήματα της εξέλιξης της γραφής αλλά και της χρονολόγησης των επιγραφών.[2] Ενώ η χρονολόγηση δεν πρέπει να βασίζεται αποκλειστικά και μόνο σε παλαιογραφικά κριτήρια, εντούτοις συχνά είναι η μοναδική επιλογή, ειδικά όταν πρόκειται για επιγραφές σε λίθινα δομικά στοιχεία κτιρίων σε δεύτερη χρήση, από τα οποία λείπουν εντελώς αρχαιολογικά συμφραζόμενα ή άλλες πληροφορίες. Συνήθως τα παλαιογραφικά στοιχεία, αν το σωζόμενο τμήμα της επιγραφής περιέχει χαρακτηριστικά γράμματα, είναι ικανά να προσδιορίσουν με σχετική ασφάλεια την κατά προσέγγιση χρονική περίοδο, με την προϋπόθεση όμως ότι ο μελετητής είναι εξοικειωμένος με τις επιγραφές και την εξέλιξη του αλφαβήτου της συγκεκριμένης περιόδου και της συγκεκριμένης περιοχής.

Η πιο ασφαλής χρονολόγηση μιας επιγραφής προκύπτει από τον συνδυασμό όσο το δυνατόν περισσότερων κριτηρίων (αρχαιολογικών, παλαιογραφικών, γλωσσικών/διαλεκτικών, κειμενικών) και την ένταξη της επιγραφής αυτής σε ένα σύνολο παραλλήλων που προέρχονται από τη συγκεκριμένη περιοχή.[3]




[1] Για τη χρονολόγηση με βάση το ημερολόγιο στα αρχαία κείμενα και για το αθηναϊκό ημερολόγιο, τις φυλές, τους δήμους, τους άρχοντες, και τους μήνες στην Αττική και σε άλλες πόλεις βλ. Woodhead 2009, 117 ̶ 121 και 217 ̶ 235 και Guarducci 2008, 514 ̶ 522.

[2] Για τα τοπικά αρχαϊκά αλφάβητα βλ. Jeffery 1990 και για τους χαράκτες στην Αττική από τον 5ο ως τον 1ο αιώνα π. Χ. βλ. Tracy 1990, 1995, 1996, 2003.

[3] Σύμφωνα με την Cooley (2012, 433) η ασφαλέστερη χρονολόγηση μπορεί να προέλθει αν η επιγραφή ενταχθεί σε μια ομάδα παρόμοιων επιγραφών με την ίδια προέλευση.